Αθηνα
Βασιλίσσης Σοφίας 121, 11524
Τηλ.:(+30) 210 6436 258
ΣΥΡΟΣ
Ηρώων Πολυτεχνείου & Παραλία Καρνάγιο
Κτίριο Β, 1ος όροφος (είσοδος από Παραλία) 84 100, Ερμούπολη
Τηλ.:(+30) 22810 77 188
Βασιλίσσης Σοφίας 121, 11524
Τηλ.:(+30) 210 6436 258
Ηρώων Πολυτεχνείου & Παραλία Καρνάγιο
Κτίριο Β, 1ος όροφος (είσοδος από Παραλία) 84 100, Ερμούπολη
Τηλ.:(+30) 22810 77 188
Τα ινομυώματα (γνωστά και ως λειομυώματα) είναι καλοήθεις όγκοι της μήτρας, που εμφανίζονται συχνά κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας των γυναικών. Χαρακτηρίζονται ως καλοήθεις όγκοι, γιατί δεν έχουν τα χαρακτηριστικά μιας κακοήθειας και δημιουργούν καθόλου έως ελάχιστα συμπτώματα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους. Ειδικότερα, το ινομύωμα είναι μια συμπαγής μάζα, συνήθως σφαιρικού σχήματος και σκληρή στη σύσταση, η οποία αποτελείται από λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος της μήτρας και από μερικές ίνες συνδετικού ιστού, ενώ ξεχωρίζει από το υπόλοιπο μυϊκό σώμα της μήτρας, το μυομήτριο.
Τα ινομυώματα είναι ο πιο συχνός όγκος των γεννητικών οργάνων των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Συνήθως εμφανίζονται μετά την ηλικία των 35 ετών, με το ποσοστό τους να κυμαίνεται στο 15-20% σε αυτήν την ηλικιακή ομάδα. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δεν μπορεί να εμφανιστούν και σε γυναίκες μικρότερης ή μεγαλύτερης ηλικίας, αν και μετά την εμμηνόπαυση έχουν την τάση να συρρικνώνονται λόγω των μειωμένων οιστρογόνων. Ο ρυθμός αύξησής τους μπορεί να ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα. Δυστυχώς, τα ινομυώματα σχετίζονται με τα επίπεδα των ορμονών, κάτι που σημαίνει πως, ακόμη και έπειτα από χειρουργική αφαίρεση ή φαρμακευτική αγωγή, δεν αποκλείεται η πιθανότητα επανεμφάνισης.
Παρ΄όλου που δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα αίτια για την εμφάνιση ινομυωμάτων, υπάρχουν μελέτες που αποδεικνύουν πως κάποια ινομυώματα μπορεί να είναι ορμονικής φύσεως και εξαρτώνται άμεσα από τα επίπεδα οιστρογόνων στον οργανισμό της ασθενούς. Κατά τη διάρκεια της ζωής μιας γυναίκας, τα επίπεδα των οιστρογόνων υφίστανται αυξομειώσεις. Στην εμμηνόπαυση, για παράδειγμα, η μείωση των οιστρογόνων έχει ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των ινομυωμάτων, ενώ αντίθετα όταν μια γυναίκα είναι έγκυος, συχνά τα ινομυώματα τείνουν να μεγαλώνουν λόγω των αυξημένων επιπέδων των εν λόγω ορμονών. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η εμφάνισή τους αποδίδεται στην κληρονομικότητα και το οικογενειακό ιατρικό ιστορικό, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να σχετίζεται με το περιβάλλον και τις απότομες αλλαγές του.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα ινομυώματα είναι μάζες από ίνες που περιπλέκονται ακανόνιστα μεταξύ τους και δημιουργούν μια σκληροελαστική μάζα. Μια γυναίκα μπορεί να έχει ένα ή πολλαπλά ινομυώματα, τα οποία μπορεί να είναι μικρά ή μεγάλα σε μέγεθος, ομαλά ή πολυλοβωτά στην επιφάνειά τους. Το μέγεθός τους μπορεί να κυμαίνεται από πολύ λίγα χιλιοστά έως μεγάλες μάζες με διάμετρο μεγαλύτερη των 10 εκατοστών. Μεγαλώνοντας, μπορούν να παραμορφώσουν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό της μήτρας, προκαλώντας και τα ανάλογα συμπτώματα. Μερικές φορές τα ινομυώματα μεγαλώνουν αρκετά, ώστε να γεμίζουν πλήρως τη λεκάνη ή την κοιλιά. Όταν, όμως, αυξηθούν αρκετά σε μέγεθος, τότε μπορεί να νεκρωθεί το εσωτερικό τους και αυτό δημιουργεί πόνο.
Ανάλογα πάντα με τη θέση τους τα ινομυώματα διακρίνονται στους εξής τύπους:
Η συχνότητα εμφάνισης των ινομυωμάτων ανέρχεται περίπου στο 20-40% των γυναικών, παρ΄όλα αυτά μόνο ένα μικρό ποσοστό εξ αυτών θα εκδηλώσει συμπτώματα και θα χρειαστούν πράγματι θεραπεία. Το ποσοστό εμφάνισής τους είναι διπλάσιο στις έγχρωμες γυναίκες, σε σχέση με τις λευκές, ενώ παρουσιάζουν αυξημένη συχνότητα στις παχύσαρκες γυναίκες. Επειδή, όπως αναφέρθηκε, η εμφάνισή τους είναι σε άμεση εξάρτηση με τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη, εμφανίζονται σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας (σε ορισμένες μελέτες αφορούν μέχρι και το 70-80%), ενώ υποστρέφουν σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Ο κίνδυνος μετατροπής τους σε κακοήθεια είναι μικρότερος του 1% (1-2 στα 1000). Τα καρκινικά ινομυώματα είναι μια μορφή σαρκώματος, που ονομάζεται λειομυοσάρκωμα και αποτελεί έναν καρκίνος των λείων μυών. Τα λειομυοσαρκώματα εμφανίζονται σε πολύ μικρό ποσοστό, γι' αυτό και ο εντοπισμός ενός ινομυώματος δεν πρέπει να προκαλεί πανικό στη γυναίκα, αρκεί να τα θέτει υπό παρακολούθηση. Ωστόσο, γυναίκες που παρουσιάζουν ταχεία ανάπτυξη ινομυωμάτων της μήτρας ή ανάπτυξη ινομυωμάτων κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, θα πρέπει να εξετάζονται αμέσως.
Τα περισσότερα ινομυώματα είναι ασυμπτωματικά και μπορεί να εντοπιστούν τυχαία σε κάποιον υπερηχογραφικό έλεγχο. Η μη εκδήλωση συμπτωμάτων συνδέεται συνήθως με το μέγεθος και τη θέση τους. Δεν είναι απαραίτητο ότι τα ινομυώματα θα εκδηλωθούν μέσω συμπτωμάτων, ωστόσο στις περιπτώσεις που εκδηλώνονται, αυτά περιλαμβάνουν πολύ έντονες ή επώδυνες εμμηνορροϊκές περιόδους που μπορεί να προκαλέσουν και αναιμία, αίσθηση βάρους χαμηλά στην κοιλιά, διαταραχές σε ούρηση και αφόδευση και πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή.
Έχουν επίσης συνδεθεί με προβλήματα γονιμότητας (αδυναμία σύλληψης, αποβολές κ.ά.), καθώς παραμορφώνουν τη μήτρα και μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία της. Επίσης, έχουν συνδεθεί με πρόωρους τοκετούς, αποκολλήσεις πλακούντα, ενώ μπορεί να είναι υπεύθυνα για καισαρική τομή και αιμορραγία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και μετά τον τοκετό.
Ένα ινομύωμα μπορεί να χρειασθεί να αφαιρεθεί χειρουργικά τη στιγμή που παρουσιάζονται ένα από τα παρακάτω συμπτώματα:
Τα ινομυώματα διαγιγνώσκονται συνήθως τυχαία κατά τη διάρκεια μιας κλασικής γυναικολογικής εξέτασης. Η μελέτη του ιστορικού και η αμφίχειρη ψηλάφηση μπορούν να θέσουν μεν την υποψία, όμως ένα υπερηχογράφημα της πυέλου (διακοιλιακό ή διακολπικό) είναι αυτό που θα ολοκληρώσει τη διάγνωση και θα συμβάλει στο να εκτιμηθούν καλύτερα οι διαστάσεις και η θέση τους. Η διαδικασία του υπερηχογραφήματος δεν απαιτεί ιδιαίτερη προετοιμασία από την ασθενή, μιας και είναι απολύτως ασφαλής και καθόλου επίπονη.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου η ασθενής παρουσιάζει πολλαπλά ινομυώματα, συνιστάται προεγχειρητικά να χρησιμοποιηθούν και άλλες τεχνικές απεικόνισης, όπως η μαγνητική τομογραφία, ώστε να χαρτογραφηθούν λεπτομερώς. Για ορισμένα ινομυώματα, τα οποία εντοπίζονται στο εσωτερικό της μητρικής κοιλότητας (υποβλεννογόνιο), ο γιατρός μπορεί να χρησιμοποιήσει πιο ειδικές εξετάσεις, όπως τρισδιάστατο υπερηχογράφημα και διΰδρουστερογραφία.
Στην περίπτωση που τα ινομυώματα είναι μικρά και ασυμπτωματικά, συνήθως δεν συστήνεται κάποια θεραπεία, πέρα από τη συχνή παρακολούθηση από τον γυναικολόγο. Τα ινομυώματα χρειάζεται να αφαιρούνται, όταν εξαιτίας του μεγέθους τους προκαλούν αίσθημα βάρους και πίεσης στην πυελική κοιλότητα, όταν αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό, όταν προκαλούν υπογονιμότητα ή επαναλαμβανόμενες αποβολές, όταν πιέζουν την ουροδόχο κύστη προκαλώντας συχνοουρία ή αποφράσσουν τους ουρητήρες και όταν δεν επιτρέπουν την απεικόνιση των ωοθηκών κατά την γυναικολογική εξέταση και τον υπερηχογραφικό έλεγχο.
Οι θεραπευτικές επιλογές για τα ινομυώματα μπορεί να είναι είτε συντηρητικές είτε χειρουργικές. Δεν υπάρχει μία θεραπεία για όλες τις ασθενείς, καθώς ο τρόπος αντιμετώπισής τους εξατομικεύεται με βάση το μέγεθος και τη θέση τους, το ρυθμό ανάπτυξής τους, τη συμπτωματολογία που προκαλούν, την επιθυμία τεκνοποίησης, την ηλικία της γυναίκας και πολλές άλλες ειδικές παραμέτρους.
H φαρμακευτική αντιμετώπιση των ινομυωμάτων στηρίζεται κυρίως στη διακοπή της παραγωγής οιστρογόνων, με στόχο να ατροφήσει το ινομύωμα, να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και να ανακουφιστεί η ασθενής. Οι θεραπείες μπορεί να περιλαμβάνουν τη θεραπεία προγεστερόνης, αντισυλληπτική θεραπεία από το στόμα ή φαρμακευτική θεραπεία. Η τελευταία εφαρμόζεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα, διότι προκαλεί φαρμακευτική εμμηνόπαυση και πέρα από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης (πονοκέφαλοι, εξάψεις, κολπική ξηρότητα, κόπωση), προκαλείται και οστεοπενία, δηλαδή μείωση της οστικής μάζας. Επιπλέον, η φαρμακευτική θεραπεία δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε γυναίκες που επιθυμούν εγκυμοσύνη.
Η βασική στρατηγική για την αντιμετώπιση των συμπτωματικών ινομυωμάτων είναι η χειρουργική θεραπευτική προσέγγιση. Σε μεγάλο ποσοστό, η σύγχρονη αντιμετώπισή τους γίνεται μέσω της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής, η οποία περιλαμβάνει ενδοσκοπικές επεμβάσεις, που εφαρμόζονται τόσο για διαγνωστικούς, όσο και για θεραπευτικούς σκοπούς. Πιο συγκεκριμένα, αυτές είναι η Υστεροσκόπηση, η Λαπαροσκόπηση, αλλά και η πιο εξελιγμένη χειρουργική μέθοδος της Ρομποτικής Χειρουργικής.
Η ινομυωματεκτομή είναι η χειρουργική διαδικασία που γίνεται για την αφαίρεση ινομυωμάτων. Η ινομυωματεκτομή διατηρεί την μήτρα, δίνοντας τη δυνατότητα στην ασθενή να κάνει παιδιά. Πρόκειται για θεραπευτική παρέμβαση, κατά την οποία τα ινομυώματα αφαιρούνται και οι διαστάσεις και η λειτουργία της μήτρας με αυτόν τον τρόπο αποκαθίστανται. Μπορεί να γίνει είτε λαπαροσκοπικά είτε μέσω ανοιχτού χειρουργείου. Αυτό εξαρτάται από το μέγεθος, τον αριθμό και την θέση των ινομυωμάτων. Μετά την ινομυωματεκτομή, είτε αυτή γίνεται λαπαροσκοπικά είτε σε ανοιχτό χειρουργείο, συστήνεται η καισαρική τομή στην περίπτωση που υπάρχει η επιθυμία για μελλοντική εγκυμοσύνη.
Οι χειρουργικές μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν είναι:
Η λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή είναι μία μέθοδος με σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι της ανοικτής μεθόδου. Μετά την επιτυχή αφαίρεση των ινομυωμάτων, θα μπορέσετε πολύ σύντομα να επιστρέψετε στις καθημερινές σας δραστηριότητες. Ο χρόνος που θα χρειαστεί να παραμείνετε στο νοσοκομείο θα είναι ένα έως δύο 24ωρα, μειώνοντας έτσι και το κόστος της νοσηλείας σας, ενώ μετά το πέρας του χρονικού διαστήματος 1-2 εβδομάδων θα μπορείτε να εργαστείτε και να επιστρέψετε στην καθημερινότητά σας. Αντίθετα, στην περίπτωση ανοιχτής επέμβασης μπορείτε να επιστρέψετε στην καθημερινή σας ζωή μετά από 4-6 εβδομάδες.
Η λαπαροσκοπικά υποβοηθούμενη ινομυωματεκτομή είναι μία τεχνική που, με παρόμοιο τρόπο, αλλά με λίγο μεγαλύτερη (κάτω από 3 εκατοστά) τομή, επιτρέπει την αφαίρεση μεγαλύτερων σε μέγεθος ινομυωμάτων.
Η βασική διαφορά της υστεροσκοπικής μεθόδου με την λαπαροσκοπική είναι πως με την πρώτη μέθοδο αφαιρούνται μόνο τα υποβλεννογόνια ινομυώματα από την κοιλότητα της μήτρας. Αντίθετα, με την λαπαροσκοπική ινομυωματεκτομή μπορούν να αφαιρεθούν ινομυώματα κάθε είδους και από οποιοδήποτε σημείο της μήτρας.
Τα υποβλεννογόνια ινομυώματα, τα ινομυώματα δηλαδή που εντοπίζονται κάτω από την ενδομητρική στιβάδα, την εσωτερική στιβάδα της μήτρας, την οποία απωθούν προς την ενδοητρική κοιλότητα και προβάλλουν έτσι μέσα στη μήτρα, μπορούν να αντιμετωπιστούν με υστεροσκοπική ινομυωματεκτομή.
Η υστεροσκόπηση είναι μια διαδικασία που επιτρέπει στον Ενδοσκοπικό Γυναικολόγο να δει μέσα στον τράχηλο και στην κοιλότητα της μήτρας. Πρόκειται για μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδο, στην οποία προωθείται στην κοιλότητα της μήτρας, διαμέσου του τραχήλου, ένα ειδικό ενδοσκόπιο, το υστεροσκόπιο, που επιτρέπει στον εξειδικευμένο γυναικολόγο να επισκοπήσει επακριβώς και με μεγάλη λεπτομέρεια την ενδομητρική κοιλότητα. Σε αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται καμία απολύτως τομή, ενώ δε χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νοσηλεία.
Όταν το πρόβλημα είναι πολύ εκτεταμένο και η ασθενής έχει ολοκληρώσει τον οικογενειακό της προγραμματισμό, τότε η αφαίρεση της μήτρας (υστερεκτομή) μπορεί να δώσει οριστική λύση. Ο στόχος του γιατρού είναι πάντα να διαλέγει την πιο αποτελεσματική και λιγότερο προβληματική και επίπονη επιλογή για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία για αυτήν την κοινή γυναικολογική πάθηση.
Οι συνέπειες των ινομυωμάτων στη γονιμότητα είναι αντικείμενο μελέτης. Ανάλογα με τη θέση και το μέγεθός τους, τα ινομυώματα μπορούν να επηρεάσουν τη γονιμότητα. Για παράδειγμα, όταν βρίσκονται στο εσωτερικό της μήτρας, στο ενδομήτριο (υποβλεννογόνια ινομυώματα), μπορεί να παρεμποδίσουν την εμφύτευση του εμβρύου ή να προκαλέσουν προβλήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπως αποβολές. Σύμφωνα με έρευνες, περίπου το 5-10% των γυναικών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας έχουν ινομυώματα. Το αν πράγματι επηρεάζουν τη γονιμότητα εξαρτάται από την εντόπιση και το μέγεθος τους. Οι περισσότερες γυναίκες με ινομυώματα δεν θα είναι υπογόνιμες. Όσες πάλι δυσκολεύονται να πετύχουν μια εγκυμοσύνη, θα πρέπει πρώτα να αποκλείσουν άλλους παράγοντες υπογονιμότητας προτού προχωρήσουν στην αντιμετώπιση των ινομυωμάτων.
Ο φόβος ότι τα ινομυώματα μήτρας μπορούν να εξελιχθούν σε καρκίνο είναι πολύ διαδεδομένος στις γυναίκες, όμως δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει επανειλημμένα ότι οι δύο αυτές καταστάσεις, τα ινομυώματα, δηλαδή, και ο καρκίνος της μήτρας δεν συνδέονται μεταξύ τους. Λιγότερα από 1 στα 1.000 ινομυώματα θα εξελιχθούν σε καρκινικά. Τα καρκινικά ινομυώματα είναι μια μορφή λειομυοσαρκώματος, που εμφανίζονται σε ποσοστό περίπου 0,4 έως 0,64 ανά 100.000 άτομα. Ωστόσο, γυναίκες που παρουσιάζουν ταχεία ανάπτυξη ινομυωμάτων της μήτρας ή ανάπτυξη ινομυωμάτων κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, θα πρέπει να εξετάζονται αμέσως.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα ινομυώματα δεν επηρεάζουν καθόλου την εγκυμοσύνη. Η επίδρασή τους στην κύηση σχετίζεται από το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση τους στη μήτρα. Πιο συγκεκριμένα, έγκυες γυναίκες με ινομυώματα μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα και επιπλοκές, όπως πόνος στο υπογάστριο, αυτόματες αποβολές, αιμορραγία, αποκόλληση πλακούντα, πρόωρο τοκετό κ.ά. Η διαχείριση των ινομυωμάτων κατά τη διάρκεια της κύησης σχετίζεται με την κλινική κατάσταση που προκαλούν και στην πλειονότητα είναι συντηρητική, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να είναι χειρουργική. Οι γυναίκες με ινομυώματα θα πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά από τον γιατρό τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ώστε να διασφαλιστεί η υγεία τους και του μωρού.
Ναι, τα ινομυώματα μπορεί να επανεμφανιστούν στο 60% περίπου των ασθενών, τόσο μετά από φαρμακευτική θεραπεία όσο και μετά από χειρουργική επέμβαση. Ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσετε ότι θα απαλλαγείτε οριστικά από ινομυώματα στο μέλλον είναι με την αφαίρεση της μήτρας (υστερεκτομή), όμως αυτή είναι μια απόφαση που πρέπει να ληφθεί υπό προϋποθέσεις. Σε κάθε περίπτωση, η παρακολούθηση από τον γιατρό είναι σημαντική για την έγκαιρη ανίχνευση πιθανών επανεμφανίσεων.
Η πρόληψη των ινομυωμάτων δεν είναι πάντα δυνατή, ωστόσο υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισής τους. Αυτοί περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες, προκειμένου να επιτευχθεί η διατήρηση των οιστρογόνων σε κανονικά επίπεδα, η ισορροπία των ορμονών και η μείωση των διαδικασιών φλεγμονής. Επίσης, η τακτική άσκηση μπορεί να βοηθήσει στη ρύθμιση του βάρους και των ορμονών, ενώ και η γενικότερη παρακολούθηση της υγείας της μήτρας μέσω τακτικών εξετάσεων μπορεί να βοηθήσει στην πρώιμη ανίχνευσή τους.
Ο ρυθμός ανάπτυξης του ινομυώματος είναι συχνά απρόβλεπτος και επηρεάζεται από παράγοντες, όπως οι ορμόνες (ιδιαίτερα τα οιστρογόνα), η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό και η διατροφή. Συνήθως μπορεί να μεγαλώνουν αργά, ορισμένα όμως μπορεί να αυξάνονται γρήγορα κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας. Για πολλές γυναίκες, η ανάπτυξη είναι αργή χωρίς σημαντική αύξηση των συμπτωμάτων. Ορισμένες γυναίκες έχουν μάλιστα ινομυώματα που παραμένουν σταθερά ως προς το μέγεθός τους για πολλά χρόνια. Για άλλες, πάλι, η ανάπτυξή τους μπορεί να είναι γρήγορη, ενώ υπάρχουν φορές που τα ινομυώματα συρρικνώνονται, όπως μετά την εγκυμοσύνη ή την εμμηνόπαυση. Η παρακολούθηση από τον γιατρό είναι σημαντική για την αξιολόγηση της ανάπτυξης και της κατάστασής τους.
Ενώ η εμφάνιση των ινομυωμάτων έχει συνδεθεί πράγματι με την κληρονομικότητα, η ανάπτυξή τους, όμως, ευνοείται κυρίως από τη μεταβολή των ορμονών. Αν δηλαδή υπάρχουν περιπτώσεις ινομυωμάτων στην οικογένεια, τότε οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν και αυτές ινομυώματα. Ωστόσο, οι ακριβείς αιτίες εμφάνισής τους δεν είναι πλήρως κατανοητές.
Τα ινομυώματα μπορεί να επηρεάσουν αρκετά τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας, προκαλώντας πόνο κατά τη διάρκεια της επαφής, δυσφορία ή ακόμα και αιμορραγία. Αυτές οι καταστάσεις μπορούν να μειώσουν τη διάθεση για σεξ ή να δημιουργήσουν έντονο άγχος. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να επικοινωνείτε ανοιχτά με τον σύντροφό σας, καθώς και να συζητάτε τυχόν προβλήματα με τον γιατρό σας για να βρείτε λύσεις.
Η συχνότητα των ελέγχων για τα ινομυώματα εξαρτάται από παράγοντες, όπως η παρουσία συμπτωμάτων, το ιατρικό ιστορικό και η ηλικία. Σε γενικές γραμμές, όμως, αν δεν εμφανίζετε συμπτώματα και δεν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό, οι τακτικές γυναικολογικές εξετάσεις μία φορά τον χρόνο, στο πλαίσιο του ετήσιου γυναικολογικού ελέγχου, είναι αρκετές. Αν, όμως, έχετε ιστορικό ινομυωμάτων ή παρουσιάζετε συμπτώματα, όπως αιμορραγία ή πόνο, ο γιατρός μπορεί να συστήσει συχνότερες εξετάσεις, για παράδειγμα προληπτικούς υπερήχους κάθε 6-12 μήνες. Επικοινωνήστε με τον γυναικολόγο σας, καθώς είναι εκείνος, ο οποίος μπορεί να προτείνει το κατάλληλο πλάνο για την περίπτωσή σας.
Ναι, σε αρκετές περιπτώσεις, τα ινομυώματα μπορούν να συρρικνωθούν από μόνα τους ή και να εξαφανιστούν, ιδίως μετά την εμμηνόπαυση. Αυτό συμβαίνει λόγω της μείωσης των επιπέδων οιστρογόνων και προγεστερόνης, που επηρεάζουν την ανάπτυξή τους. Ωστόσο, πριν την εμμηνόπαυση, τα ινομυώματα συνήθως δεν εξαφανίζονται χωρίς θεραπεία, αν και μπορεί να παραμείνουν αμετάβλητα ή να αυξηθούν αργά. Επίσης, αν εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να εξαφανιστούν τελείως λίγο καιρό μετά τον τοκετό. Η παρακολούθηση από εξειδικευμένο γιατρό είναι πολύ σημαντική, ώστε να αξιολογηθεί η πορεία τους και να κριθεί αν χρήζουν παρέμβασης.
Τα ινομυώματα ή λειομυώματα είναι καλοήθεις ινώδεις όγκοι, οι οποίοι φαίνεται να μεγαλώνουν όσο εκτίθενται στην οιστρογόνο ορμόνη. Αυτό σημαίνει πως συνδέονται στενά με τις ορμονικές αλλαγές, όπως είναι και η προγεστερόνη, καθώς οι εν λόγω ορμόνες συμβάλλουν στην ανάπτυξή τους. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής ηλικίας, όταν τα επίπεδα αυτών των ορμονών είναι υψηλά, τα ινομυώματα συχνά μεγαλώνουν. Αντιθέτως, μετά την εμμηνόπαυση, όταν τα επίπεδά τους μειώνονται, τα ινομυώματα συνήθως συρρικνώνονται ή σταματούν να αυξάνονται. Επιπλέον, η λήψη ορμονικών θεραπειών μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των ινομυωμάτων.
Copyright© 2024 | All Rights Reserved drchandakas.gr